Τρίτη 14 Ιουλίου 2009

Η συνειδητοποίηση της θνητότητας διαμορφωτής ηθικής και κινητήριος δύναμη του Ελληνικού Πολιτισμού

«Θνητά φρόνει», Περίανδρος ο Κορίνθιος – δελφικό παράγγελμα
Κάθε συλλογισμός επάνω στη θνητότητα δεν μπορεί παρά να είναι συλλογισμός επάνω στη ζωή και επίσης επάνω στον Χρόνο.
Οι Έλληνες αντιλήφθηκαν τον θάνατο σαν μέρος της ζωής και μάλιστα σαν την τελευταία και μεγαλειώδη πράξη του ανθρώπινου δράματος. Ο θάνατος είναι παρών στην ελληνική σκέψη και τέχνη, τουλάχιστον, ισάριθμες φορές με τη ζωή. Τιμήθηκε μάλιστα και σαν θεός, όπως φαίνεται στον γνωστό ορφικό ύμνο(1). Στο αρχαιολογικό μουσείο της Θεσσαλονίκης υπάρχει και άγαλμά του, το οποίο όμως παραπέμπει εμφανώς στον θεό… Έρωτα. Η συμφιλίωση των Ελλήνων με το κατ’ εξοχήν αναπόφευκτο και αμετάκλητο γεγονός της ύπαρξης τους οδήγησε σε μια νηφάλια επίγνωση του θνητού ρόλου τους και σε μια στάση ζωής, η οποία αρχικά εξυμνήθηκε από την ποίηση και αργότερα επικυρώθηκε από την επιστήμη (φιλοσοφία):
Oι τελευταίοι υπερασπιστές των Θερμοπυλών θα πολεμήσουν ακριβώς όπως οι – προ επτά αιώνων- πρόγονοί τους ομηρικοί ήρωες, για να αρπάξουν από τους Πέρσες το σώμα του νεκρού Λεωνίδα, παρ’ όλο που γνωρίζουν, ότι σε λίγη ώρα θα είναι και οι ίδιοι νεκροί και δεν θα μπορέσουν να τού απονείμουν τις αρμόζουσες τιμές. Από την άλλη, «Λεωνίδης πίπτει ανήρ γενόμενος άριστος» και όχι «ο Λεωνίδας σκοτώθηκε», γράφει ο Ηρόδοτος(2): ο θάνατος μπορεί ίσως να γίνει μια απονομή αριστείας σε μια ζωή γεμάτη νόημα και πληρότητα. Η συμφιλίωση με τη θνητότητα φαίνεται και στον προαναφερθέντα ορφικό ύμνο, όπου το μόνο που ζητείται από τον Θάνατο είναι να μην έρχεται πρόωρα, πριν δηλαδή εξαντληθούν τα χρονικά περιθώρια για μια ολοκληρωμένη ζωή.
Η θνητότητα ως κεντρική φαντασιακή σημασία στον Ελληνικό Πολιτισμό
Δεν θα ήταν υπερβολή εάν λέγαμε, ότι οι Έλληνες είναι αυτοί που ανακάλυψαν την θνητότητα: «Η ανθρωπότητα σπαταλά τον χρόνο της με ιστοριούλες για την αθανασία σε όλες της τις μορφές. Είναι περίεργο κι όμως αληθινό: οι Έλληνες ανακάλυψαν το γεγονός ότι υπάρχει ένας τελειωτικός θάνατος, οριστικός θάνατος –«τέλος θανάτοιο», επαναλαμβάνεται συνέχεια στην Ιλιάδα- ότι δεν υπάρχει τίποτε άλλο να πούμε πάνω σ’ αυτό, δεν είναι δυνατό να του δώσουμε άλλη σημασία, να τον μετουσιώσουμε και να τον ωραιοποιήσουμε».(3)
Μια ζωή πληρότητας δεν νιώθει την ανάγκη να αναζητήσει οτιδήποτε σε κάποιον «άλλον» κόσμο. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι, όποιος κατατρύχεται με το εάν υπάρχει επιβίωση μετά τον βιολογικό θάνατο, είναι κάποιος που δεν είναι ευχαριστημένος από τη ζωή του. Ωστόσο, η ορθότητα των απαντήσεων τις οποίες παίρνουμε, εξαρτάται πάντα από την ορθότητα των ερωτημάτων που διατυπώνουμε. Σε μια τέτοια περίπτωση το σωστό ερώτημα είναι το εάν υπάρχει ζωή πριν τον θάνατο και πώς μπορούμε να την ορίσουμε. Προς αυτήν την κατεύθυνση εργάστηκαν οι περισσότεροι Έλληνες φιλόσοφοι.
Θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς ότι ο θάνατος (με την έννοια της μεταφυσικής αβεβαιότητας) άρχισε να απασχολεί τους Έλληνες μόνον όταν, λόγω του μαρασμού των πολιτικών τους κοινοτήτων, η ζωή τους έχασε την πληρότητα και το νόημα που τής έδινε μέχρι τότε η συγκρότησή τους σε αυτές και έγινε αβέβαιη. Η εποχή εκείνη (4ος αι. π.Χ. και μετά) μοιάζει από πολλές απόψεις με τη δική μας. Μέχρι εκείνη την περίοδο η επικρατούσα αντίληψη, όπως εκφραζόταν στα ομηρικά έπη, ήταν, ότι οποιαδήποτε μορφή μεταθανάτιας επιβίωσης ήταν πολύ χειρότερη ακόμα κι από την αθλιότερη ζωή (βλ. λ.χ. τον γνωστό διάλογο Αχιλλέα και Οδυσσέα στην Οδύσσεια). Τότε μόνο είναι που σημειώνεται μια στροφή, κυρίως μέσω του Πλάτωνος, προς την εξιδανίκευση της ψυχικής αθανασίας. Από την άλλη πλευρά, η φιλοσοφία της ελληνιστικής εποχής (επικουρισμός, κυνισμός, στωικισμός) επιχείρησε να επαναπροσδιορίσει, χωρίς καταφυγές σε νεφελώδεις μεταφυσικούς συλλογισμούς, την χαμένη πληρότητα της καθημερινής ζωής. Η αταραξία απέναντι στον θάνατο θεμελιώθηκε και με επιστημονικό πλέον τρόπο, επάνω στην λογική θέαση του εαυτού και της ζωής.
Η φιλοσοφία ωστόσο δεν καταπιάστηκε απευθείας με την εν θανάτω κατάσταση, αφού είναι αδύνατον να έχουμε κάποια πραγματική γνώση της (μόνο οι σωτηροαπατεώνες «γνωρίζουν» κάτι γι’ αυτήν) αλλά, με την τέχνη τού ζειν. Όποιος έχει μάθει να ζει, έχει επιτύχει κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή εξοικείωση με την έννοια του προσωπικού του θανάτου («εξοικείωση» με τον προσωπικό θάνατο, έστω στρατευμένη και υστερική, διαθέτουν π.χ. και οι ζωσμένοι βόμβες Ταλιμπάν και οι αυτόχειρες τελευταίοι πραιτωριανοί του Χίτλερ, παρ’ όλο που χαρακτηρίζονται ιστορικώς από απελπιστική άγνοια της τέχνης του ζειν).
Όποιος έχει μάθει να ζει, πετυχαίνει ώστε, ο θάνατός του να σημαίνει κάτι, όχι μόνο για τον ίδιο, αλλά και για την ανθρώπινη προσπάθεια στο σύνολό της: «Πρέπει όμως να πάμε και πιο μακριά και να διακρίνουμε μεταξύ του θανάτου που υφιστάμεθα και του θανάτου που επιλέγουμε. Αν περιοριζόμαστε στη διαπίστωση ότι οι Έλληνες –πράγμα ήδη εκπληκτικό- είναι οι πρώτοι που ανακάλυψαν ότι ο άνθρωπος είναι θνητός με την οριστική και τελική έννοια, θα ήταν βέβαια πολύ ενδιαφέρον, θα μέναμε όμως στην απλή γνώση μιας μόνο πλευράς του ανθρώπου ως θνητού ζωικού οργανισμού. Τα βόδια πεθαίνουν, τα άλογα πεθαίνουν, οι άνθρωποι επίσης πεθαίνουν Προφανώς το ουσιώδες στον αρχαίο ελληνικό κόσμο προχωρεί παραπέρα. Υπάρχει όχι μόνο η γνώση της θνητότητάς μας αλλά η επιλογή του τρόπου θανάτου και η επιλογή του ίδιου του θανάτου. Τα δύο ίσως σημαντικότερα πρόσωπα του ελληνικού φαντασιακού, το πρώτο στην αρχή του, ένας πλασματικός ήρωας, ο Αχιλλέας και το άλλο στην κατάληξή του, ο Σωκράτης, προσωπικότητα σαφώς ιστορική και υπαρκτή, επιλέγουν και οι δύο τον θάνατο» (3).
Ο τρόπος που έφυγαν ο Σωκράτης, ο Επίκουρος, ή ο Ιουλιανός, συζητώντας με τους φίλους τους και υπηρετώντας την φιλοσοφική αναζήτηση μέχρι τις τελευταίες στιγμές τους, είναι τόσο χαρακτηριστικά ηρωικός όσο και αυτός των ομηρικών ηρώων. Οι παραπάνω περιπτώσεις είναι αντιπροσωπευτικά παραδείγματα, όπου η επιλογή του θανάτου, ή του τρόπου θανάτου, ή της τελικής αντιμετώπισής του, αποτελούν ακρότατη συνέπεια και απόρροια μιας προηγουμένως επεξεργασμένης τέχνης του ζειν.
Ο θάνατος του ανθρώπου είναι μια φυσική διαδικασία, αντίστοιχη με άπειρες άλλες διαδικασίες, που συμβαίνουν ενδοσυμπαντικά από το μακρόκοσμο έως το μικρόκοσμο στο πλαίσιο της διαρκούς ροής και της φυσικής εξέλιξης.
Σύμπας ο Ελληνικός Πολιτισμός εξελίχθηκε έχοντας σαν διαρκές σημείο αναφοράς την επίγνωση ότι δεν υπάρχει περίπτωση αποφυγής των Κοσμικών διαδικασιών, όπως η φθορά και ότι, ο άνθρωπος είναι θνητός χωρίς κανένα μεταφυσικό καταφύγιο. Αλλά η συνειδητοποίηση της θνητότητας αντί να οδηγήσει σε μια στάση παραίτησης, διαμόρφωσε μια ηθική αγώνα και προσπάθειας και έγινε η κινητήρια δύναμη του Eλληνικού Πολιτισμού. Κατ’ αυτόν τον φαινομενικά παράδοξο τρόπο η επίγνωση της θνητότητας έγινε η αιτία της αθανασίας (=διαχρονικότητας) αυτού του πολιτισμού: ο μόνος ασφαλής τρόπος να γίνει κανείς αθάνατος είναι να περάσει από εδώ αφήνοντας πράγματα στα οποία θα ανατρέχουν οι επόμενοι. Γιατί, ό,τι δεν συμβαίνει σε αυτόν εδώ τον, μοναδικό επιβεβαιωμένα υπαρκτό, Κόσμο, είτε «συμβαίνει» κάπου αλλού (π.χ. σε κάποιο μεταφυσικό επέκεινα), είτε δεν συμβαίνει καθόλου και επομένως σε καμία περίπτωση δεν μάς αφορά. Η ρήση «θνητά φρόνει», όταν εφαρμόζεται, εγκαθιδρύει στη ζωή μας το μέτρο του χρόνου και των δυνατοτήτων μας και ως τέτοια έχει ένα πραγματικά απελευθερωτικό μήνυμα. Μας προτρέπει να οικειοποιηθούμε πλήρως το πέρασμά μας από αυτόν τον κόσμο και να διακρίνουμε τί του δίνει νόημα και πληρότητα και τί τού τα αφαιρεί.
Η απουσία της θνητότητας ως φαντασιακής σημασίας στο σύγχρονο πολιτισμό
Αντίθετα με την Ελληνική Αρχαιότητα, όπου η θνητότητα υπενθυμίζεται διαρκώς έχοντας εκληφθεί ως δημιουργική παρακίνηση, ο σημερινός πολιτισμός στρουθοκαμηλίζει ότι την αγνοεί: «Όλος ο σύγχρονος κόσμος υπάρχει σε μικρογραφία μέσα σ’ αυτή την κατάσταση. Και τι σημαίνουν όλα αυτά, αν προχωρήσουμε πέρα από την απλή περιγραφή; Σημαίνουν προφανώς μιαν ακόμα ξέφρενη φυγή μπροστά στον θάνατο και τη θνητότητα, που άλλωστε όπως ξέρουμε είναι εξορισμένοι από την σημερινή ζωή. Ο θάνατος αγνοείται, δεν υπάρχει πένθος, ούτε δημόσιο, ούτε τελετουργικό. Και αυτό επίσης, ανάμεσα στ’ άλλα, προσπαθεί να συγκαλύψει η συσσώρευση των σκουπιδοπροϊόντων, η καθολική δια-σκέδαση, οι οποίες όμως, όπως γνωρίζουμε από τις νευρώσεις, το μόνο που τελικά αντιπροσωπεύουν είναι και πάλι ο θάνατος, ένας θάνατος αποσταγμένος και μετασχηματισμένος σε ψιλή μονέδα της καθημερινής ζωής. Θάνατος της δια-σκέδασης, θάνατος κοιτάζοντας μιαν οθόνη όπου συμβαίνουν πράγματα που δεν τα ζεις και δεν θα μπορούσες ποτέ να τα ζήσεις. Το μοντέρνο άτομο ζει με έναν ξέφρενο ρυθμό για να λησμονεί τόσο το ότι είναι θνητό όσο και το ότι όλα όσα κάνει δεν έχουν απολύτως κανένα νόημα».(4)
Όσο περισσότερο βυθιζόταν το άτομο και η κοινωνία στην αβεβαιότητα και την ανασφάλεια και ο κόσμος μεταβαλλόταν από αιτιοκρατούμενο βασίλειο της Ανάγκης σε παραπαίον βασίλειο της Τύχης, τόσο περισσότερο το πνεύμα αποπροσανατολιζόταν και η θνητότητα βιωνόταν με τρόμο. Ο τρόμος απέναντι στον θάνατο, όπως τον επεξεργάστηκε ο χριστιανισμός, έγινε βασικό εργαλείο, ειδικά στα χέρια των εξουσιαστών τής ύστερης αρχαιότητας και τού Μεσαίωνα: η ανασφάλεια στα περί τού βίου, η οποία εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους, μετά από ένα σημείο καταλήγει –ή οδηγείται έντεχνα- σε νευρώσεις (ενοχές παντός είδους, «προπατορικά αμαρτήματα» κλπ.) που έχουν αναχθεί στο υποτιθέμενο μεταφυσικό πεδίο. Για δύο σχεδόν χιλιετίες ο κόσμος μεταβλήθηκε σε στέπα μιας καλπάζουσας ανατολίτικης μεταφυσικής (της μόνης γνήσιας μεταφυσικής (5)), που «εξηγούσε» την «κατάπτωση» του ανθρώπινου είδους και παρηγορούσε με ένα απλοϊκό μεταθανάτιο δίκαιο και με την εξίσου αφελή ελπίδα σε ένα αόριστο «βασίλειο των Ουρανών». Η πλήρης απαξίωση της ζωής που εγκαθιδρύθηκε με τον χριστιανισμό άφησε έκτοτε τα σημάδια της στον συλλογικό ψυχισμό. Με τέτοιον μάλιστα τρόπο που, παρ΄ όλη την ευεργετική επίδραση του Διαφωτισμού, η χριστιανική αρνητική αποτίμηση της ζωής ως μιας απέραντης ματαιότητας δεν έγινε κατορθωτό να μετασχηματιστεί σε κάτι πιο ενεργητικό από μια μη-αποτίμηση και, τελικά, μη-στάση. Γιατί, οι μεταδιαφωτιστικές δυτικές κοινωνίες (πλην της Ελλάδας) περιόρισαν μεν τη χριστιανική μιζέρια στους ιδιόκτητους χώρους της απομονωνόντάς την από τις διαδικασίες της κοινωνίας (βλ. διαχωρισμός θρησκείας-πολιτείας) αλλά, δεν κατόρθωσαν να ξανακάνουν αρκετά γόνιμη την καμένη –ψυχική- γη που άφησε πίσω της η θεοκρατία. Κάτι που δίνει το δικαίωμα στους απολογητές της τελευταίας να εκδηλώνουν με κάθε ευκαιρία τη χαιρεκακία τους.
Η κοινωνία της –πολύ συζητήσιμης- «αφθονίας» αποτελεί μόνο μια απομίμηση της ζωής, ταιριαστή μόνο σε χρονίως παράλυτους που θεραπεύτηκαν αλλά, στο μεταξύ έχουν ξεχάσει να περπατούν. Από το βασίλειο της Ανάγκης, περάσαμε στο βασίλειο της Τύχης και πρόσφατα στο βασίλειο της Ψευδαίσθησης, του Θεάματος: «Η συνείδηση-θεατής, ακινητοποιημένη μέσα στο πλαστοποιημένο κέντρο της κίνησης του κόσμου της , δεν αναγνωρίζει πια στη ζωή της ένα πέρασμα προς την πραγμάτωση και τον θάνατό της. Αυτός που παραιτήθηκε από την ανάλωση της ζωής του δεν μπορεί πια να παραδεχτεί τον θάνατό του. Η διαφήμιση ασφαλειών ζωής υπονοεί μόνο πως είναι ένοχος όποιος πεθαίνει, χωρίς να έχει εξασφαλίσει την ομαλή λειτουργία του συστήματος μετά από αυτή την οικονομική απώλεια. Η διαφήμιση του “american way of death” προβάλλει επίμονα την ικανότητά της να διατηρεί, σ’ αυτή τη συγκυρία, το μεγαλύτερο μέρος των ε π ι φ α ι ν ο μ έ ν ω ν της ζωής. Σ’ όλα τ’ άλλα μέτωπα των διαφημιστικών βομβαρδισμών, απαγορεύεται αυστηρά να γεράσεις. Λες και το ζήτημα είναι να χορηγηθεί στον καθένα ένα «κεφάλαιο-νιότη», πράγμα το οποίο επειδή δεν θα γνώριζε παρά μόνο μια μέτρια χρήση, δεν θα μπορούσε γι’ αυτόν τον λόγο, να αποκτήσει τη διαρκή και σωρευτική πραγματικότητα του χρηματιστικού κεφαλαίου. Αυτή η κοινωνική απουσία του θανάτου είναι ταυτόσημη με την κοινωνική απουσία της ζωής» (6) .
Στη νεώτερη εποχή, η απαλλαγή από τη χριστιανική θανατολαγνεία και την χριστιανική άποψη περί ματαιότητας τούτης της ζωής, δεν ήρκεσε για να οδηγήσει από μόνη της στην γνώση τού ευ ζην, την οποία είχαν κατεξοχήν προσδιορίσει οι Έλληνες φιλόσοφοι. Η απροθυμία για την αναζήτηση ενός γεμάτου νόημα («ένδοξου») βίου μετατρέπει τους ανθρώπους σε χωρίς ταυτότητα ισοπεδωμένους νεκροζώντανους, παρά την επίπλαστη ευμάρεια, την οποία ενδεχομένως επικαλούνται.
Η μη επίγνωση της θνητότητας στερεί από τη δημιουργική βίωση του Χρόνου: δεν είναι μόνο το γήρας που «απαγορεύεται» από την γεμάτη ανασφάλειες αισθητική του σημερινού πολιτισμού, αλλά και η παιδικότητα και η νεότητα. Οι άνθρωποι ρίχνονται από πολύ μικρές ηλικίες σε έναν ηλίθιο και γενικευμένο (αντι)κοινωνικό ανταγωνισμό, σαν να κυνηγούν ένα καρότο, που κάποιος κουνάει επιδέξια μπροστά στη μύτη τους. Πρόκειται για ένα γενικευμένο εξελικτικό χασομέρι, το οποίο μόνο καταχρηστικά και κατ’ ευφημισμόν αποκαλείται «άμιλλα». Σε αυτή την κατάσταση τον ρόλο του κύριου νεροκουβαλητή παίζει φυσικά το εκπαιδευτικό σύστημα. Η πλειοψηφία αρέσκεται να ζει τον, κατά Σωκράτη, «ανεξέταστον βίον», μια ζωή ετοιματζίδικη και «φασόν»: εκφράζεται συχνά από πολλούς το παράπονο ότι, η ζωή τούς έφυγε μέσα από τα χέρια (εννοώντας ασυνείδητα ότι δεν έχουν κάνει τίποτα δημιουργικό στη ζωή τους), ή ότι γέρασαν πριν την ώρα τους.
Μια ζωή που δεν έχει εξοικειωθεί νηφάλια με την θνητότητα είναι μια ζωή έξω από τον Χρόνο (ας υπενθυμιστεί ότι η μόνη κατάσταση που στέκει εκτός Χρόνου, δηλαδή παραμένει αμετάβλητη, είναι ο θάνατος). Το πέρασμα από τον Κόσμο δεν γίνεται αντιληπτό στη χρονική του συνάφεια. Η επικοινωνία με τις προηγούμενες και τις επόμενες γενιές καταργείται: δεν υφίσταται πλέον κανένα αίσθημα συνέχειας με τους προηγούμενους και τους επόμενους. Η ξέφρενη φυγή από την θνητότητα οδηγεί στον μηδενισμό και φέρνει ακόμα πλησιέστερα στον θάνατο: Aν η θεοκρατία παρέδωσε καμένο ψυχοπνευματικό έδαφος, ο σημερινός πολιτισμός συμπεριφέρεται στον πλανήτη σαν να μην υπάρχει αύριο, σαν να μην πρόκειται να τον παραδώσει στους επόμενους.
Μια κοινωνία που έχει απωθήσει τη θνητότητα είναι κοινωνία χωρίς παρελθόν και, φυσικά, χωρίς μέλλον. Μια κοινωνία παντελώς αδύναμη για να δημιουργήσει κάτι που να είναι διαρκούς αξίας. Είναι επίσης μια κοινωνία με σοβαρό πρόβλημα ταυτότητας, χωρίς αυτοπαράσταση (4) και με το ένα πόδι μέσα στη Νεύρωση. Η ζωή σε μια τέτοια κοινωνία είναι κάτι για το οποίο δεν σκέφτεται να αγωνιστεί («πεθάνει») κανείς γιατί, πρωτίστως δεν αξίζει να τη ζει. Και αντιστρόφως: είναι μια ζωή την οποία δεν ζει πραγματικά κανείς, ακριβώς γιατί δεν αξίζει να πεθάνει γι’ αυτήν.
Η εθελοτυφλία απέναντι στη θνητότητα είναι η σκοτεινή πλευρά του σημερινού αξιακού συστήματος, του σημερινού φαντασιακού, αλλά και του σημερινού πολιτισμού εν γένει.

Παραπομπές:
(1): Δ. Π. Παπαδίτσα και Ελένης Λαδιά, Ορφικοί ύμνοι, εκδόσεις Βιβλιοπωλείου της Εστίας, Αθήνα 1997.
(2): Ζ, 224.
(3): Κορνήλιος Καστοριάδης, Η Ελληνική Ιδιαιτερότητα, εκδόσεις Κριτική, Αθήνα 2007.
(4): Κορνήλιος Καστοριάδης, Η Άνοδος της Ασημαντότητας, εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα 2000.
(5): Αν εξαιρέσουμε τις περιθωριακές εκφράσεις του ελληνικού πνεύματος (δηλ. τον πυθαγορισμό, τον πλατωνισμό και τα παράγωγά τους), όχι μόνο η ευρέως διαδεδομένη ομηρική, αλλά και όλες οι άλλες αντιλήψεις των Ελλήνων για την οποιαδήποτε τύχη μας μετά τον βιολογικό θάνατο, διατυπώθηκαν ως λογικές υποθέσεις, που αφορούν εντός των ορίων της Φύσης και άρα κατά κανένα τρόπο δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως «μεταφυσικές».
(6): Γκυ Ντεμπόρ, Η Κοινωνία του Θεάματος, εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα 1986.

Θεόδωρος Α. Λαμπρόπουλος
http://freeinquiry.gr/